- ἐκπορεύεται
- ἐκπορεύωmake to go outpres ind mp 3rd sgἐκπορεύωmake to go outpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
ЕПИФАНИЙ КИПРСКИЙ — [греч. ᾿Επιφάνιος ὁ τῆς Κύπρου; лат. Epiphanius Constantiensis in Cypro], свт. (пам. 12 мая) (ок. 315, сел. Бесандука, Палестина 12 мая 403), еп. г. Констанции (древний Саламин, ныне пригород Фамагусты, Кипр), отец и учитель Церкви, богослов… … Православная энциклопедия
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
τυφλός — ή, ό / τυφλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που δεν βλέπει, που δεν έχει όραση, αόμματος (α. «είναι εκ γενετής τυφλός» β. «καί μιν τυφλὸν ἔθηκε Κρόνου παῑς», Ομ. Ιλ.) 2. (γενικά για τις αισθήσεις, τα αισθητήρια όργανα, αλλά και τη διάνοια, το πνεύμα)… … Dictionary of Greek
Αγία Τριάδα — I Ο όρος σημαίνει ένα από τα κυριότερα δόγματατης χριστιανικής πίστης, γνωστόως το τριαδικό δόγμα.Αποτελεί το κεφάλαιον της πίστεως, τη βάση και το θεμέλιο της διδασκαλίας περί της απολύτρωσης και σωτηρίας του ανθρώπου. Εκφράζει την πίστη σε έναν … Dictionary of Greek
ἐκπορεύετ' — ἐκπορεύετε , ἐκπορεύω make to go out pres imperat act 2nd pl ἐκπορεύετε , ἐκπορεύω make to go out pres ind act 2nd pl ἐκπορεύετε , ἐκπορεύω make to go out pres imperat act 2nd pl ἐκπορεύετε , ἐκπορεύω make to go out pres ind act 2nd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия
Filioque — Christianity portal … Wikipedia
ανομβρητικός — ἀνομβρητικός, ή, όν (Α) [ανομβρώ] αυτός που προκαλεί ανάβλυση νερού («ὁ πατὴρ ἀνομβρητικὸς Πνεύματος Ἁγίου» το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα σαν νερό που αναβλύζει) … Dictionary of Greek
κέντρο — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 114 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, αριστερά του ποταμού Αλιάκμονα, 30 χλμ. ΝΑ της πόλης των Γρεβενών. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βεντζίου. 2.… … Dictionary of Greek